-
1 προσφυω
дор. ποτιφύω (дор. 3 л. sing. impf. ποτεφύετο; aor. 2 προσέφυν, pf. προσπέφυκα; part. aor. προσφύς)1) вырастать, расти(ὥσπερ τὰ φύματα Arst.; κέρας κρατὴ προσπεφυκός Eur.)
; перен. образоватьсяμεταξύ τινος προσπεφυκώς Arst. — находящийся посреди чего-л.;
τόπος προσπεφυκὼς χωρίοις πετρώδεσι Plut. — место, покрытое скалистыми участками2) приращиватьπροσέφυσε ὀδόντας τοῖς σώμασι Plut. — (природа) снабдила организм зубами (ср. 5)
3) прирастать, прилипать, приставать, прижиматься(ταῖς πέτραις Arst.)
4) цепляться, ухватываться(τὠγκίστρῳ Theocr.; перен. τῷ ῥήματι Plut.)
προσφύς τινι Hom. — повиснув на чем-л.5) med.-pass. проникать, усваиватьсяπροσφύεσθαι τοῖς σώμασι Arst. — (о пище) усваиваться телами (ср. 2)
6) (fut. προσφύσω и aor. 1 προσέφυσα) подкреплять, подтверждать(λόγῳ τι Aesch., Arph.)
-
2 σκληρως
1) твердо, жесткоἐπὴ ταῖς πέτραις σ. καθῆσθαι Arph. — сидеть на жестких камнях
2) ожесточенно, упорно(διαμάχεσθαι Plat.)
3) сурово, грозно(ἀπειλεῖν τινι Plat.)
4) резко, пронзительно(αὐλεῖν Arst.)
См. также в других словарях:
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
κόττος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Eκατόγχειρες (βλ. λ.). * * * ο (ΑM κόττος) νεοελλ. (ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τής οικογένειας cottidae μσν. αρχ. κύβος, ζάρι αρχ. 1. κόκορας, πετεινός 2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῑς ποταμοῑς… … Dictionary of Greek
περιπταίω — Α 1. σκοντάφτω σε κάτι («περιπταίειν θαμὰ ταῑς πέτραις», Αγαθ.) 2. πέφτω σε κάτι, εμπίπτω («περιπταίειν ἐνέδρᾳ», Πολύαιν.) 3. περιπίπτω σε κάτι, καταντώ 4. (κατ επέκτ.) έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον, συγκρούομαι 5. μτφ. περιέρχομαι σε δεινή… … Dictionary of Greek
υπονήχομαι — Α (αποθ.) 1. κολυμπώ κάτω από το νερό, ὑπονέω* 2. (γενικά) κολυμπώ κάτω από μια επιφάνεια («χελώνη ὑπενήχετο ταῑς πέτραις», Παυσ.) 3. πλέω πίσω ή δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek